πρωτολεχής

πρωτολεχής
-ές, Α
(για γυναίκα) αυτή που γεννά για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο-λεχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτολεχοῦς — πρωτολεχής bringing forth first masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”